- προστένω
- προστένω,A sigh or grieve beforehand, A.Ag.253 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προστένω — και προστενάζω Α 1. αναστενάζω προηγουμένως 2. θρηνώ, οδύρομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στένω / στενάζω «θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek
προστένειν — προστένω sigh pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστενάζω — Α βλ. προστένω … Dictionary of Greek